νησιῶται

νησιῶται
νησιώτης
islander
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • ναύποδες — (Μ) (κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση τής λ. σε ναυσίποδες] …   Dictionary of Greek

  • παράλιος — α, ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος 2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία βλ. παραλία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”